- συγκτίστης
- συγκτίστηςjointfoundermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκτίστης — ὁ, Α [συγκτίζω] αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
συγκτίσται — συγκτίστης jointfounder masc nom/voc pl συγκτίστᾱͅ , συγκτίστης jointfounder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτιστέων — συγκτίστης jointfounder masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)